Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

Η άλλη πλευρά της Πανόρμου

Ώρα 01:00 μετά τα μεσάνυχτα κι αντί και αυτό το κομμάτι της πόλης να ξεκουράζεται και να κοιμάται ήσυχο, αντηχεί φωνές, γέλια και χαρά. Κόσμος περπατά χαζεύοντας τα μπαράκια, τους θαμώνες τους, τα χαμογελαστά τους πρόσωπα που σφύζουν από νιάτα και ξενοιασιά. Κάνουν πλάκα, μιλάνε δυνατά, γελάνε δυνατότερα, πίνουν, γλεντάνε, ζουν… Πίσω από τις μπάρες, κι ανάμεσα στον κόσμο που διασκεδάζει, διακρίνεις κορίτσια κι αγόρια συμπαθητικά –κυρίως φοιτητές- να τρέχουν να προλάβουν να τους εξυπηρετήσουν όλους. Να σερβίρουν ποτά, μπύρες, φαγητό, σουβλάκια, σάντουιτς, ότι διαθέτει η εκάστοτε επιχείρηση. Κι ακόμα πιο πίσω, το αφεντικό που αγωνιά για το πώς θα εξελιχθεί η βραδιά, αν θα πάει καλά εισπρακτικά, για να πληρώσει το προσωπικό, το ΙΚΑ, την εφορία, το Δήμο. Στο βάθος του μυαλού του υποβόσκει ο φόβος μήπως «σκάσει» πάλι η αστυνομία, από ανώνυμη πάντα, καταγγελία περίοικων για διατάραξη κοινής ησυχίας.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ξεχάσω το χτυποκάρδι που ένοιωθα κάθε φορά που έβλεπα περιπολικό, τον πρώτο καιρό που ανοίξαμε το μαγαζί μας. Για να γίνει αυτό το μαγαζί, πουλήσαμε ότι είχαμε και δεν είχαμε, χρεωθήκαμε, και τρέξαμε σε δημόσιες υπηρεσίες για 8 μήνες, όσο όλοι οι περίοικοι μαζί δεν έχουν τρέξει σε όλη τους τη ζωή. Αγωνία, φόβος, ένας μόνιμος κόμπος στο στομάχι. Γιατί, όλοι εμείς οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών της Πανόρμου, δεν είμαστε κακοποιά στοιχεία, δεν ανήκουμε σε καμία μαφία, δεν ακολουθούμε κομματικούς προσανατολισμούς. Δεν υποκινούμαστε από κανένα μπλε, πράσινο ή κόκκινο συμφέρον. Είμαστε οικογενειάρχες. Άνθρωποι που πασχίζουν για το νυχτοκάματο, που αντιμετωπίζουν άπειρες δυσκολίες, λόγω της φύσης της δουλειάς. Και σα να μη φτάνει αυτό, δεχόμαστε ανηλεή πόλεμο και από τους κατοίκους. Οι οποίοι βέβαια, είναι δικαιολογημένοι, γιατί αφενός η εξόντωσή μας είναι μια δραστηριότητα που τους δίνει τροφή για σκέψη και δράση, λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους με τις περιορισμένες ασχολίες, και αφετέρου θέλουν την ησυχία τους.
Εμείς όμως που θα βρούμε την ησυχία μας? Που θα πρέπει να αποταθούμε για να εισακουστούμε? Γιατί θα πρέπει μέσα στην ίδια μας την πόλη να νοιώσουμε και να γίνουμε πιο ξένοι κι από τους ξένους? Γιατί θα πρέπει να στερήσουμε από τα παιδιά μας ένα καλύτερο μέλλον? Και όχι με κανένα εύκολο, γρήγορο τρόπο, αλλά με ιδρώτα, κούραση, ξενύχτι.
Η δική μας νύχτα είναι πιο ανήσυχη από τη δική τους. Τώρα θα μου πεις, είναι επιλογή μας. Όχι ακριβώς. Εγώ προσωπικά, πριν ανοίξω αυτό το μαγαζί, δούλευα σε μια πολυεθνική, αλλά απελύθην λόγω μείωσης προσωπικού. Τι θα έπρεπε να κάνω για να μη χάσουν τα παιδιά μου τον μέχρι τότε τρόπο ζωής τους?
Για μένα ήταν μεγάλο σοκ όταν είδα τον άνδρα μου να τον βάζουν στο περιπολικό με χειροπέδες, λες κι ήταν κακοποιός. Σήκωσα το κεφάλι μου, να ζητήσω δύναμη από το Θεό και πριν το βλέμμα μου προλάβει να φτάσει στον ουρανό, αντίκρισα το βλέμμα του κυρ Ηλία, να με κοιτά με ειρωνεία, μέσα από τις γρίλιες του παλιού ξύλινου παντζουριού του. Το ύφος του τα έλεγε όλα: “δε θα περάσει το δικό σας, θα φύγετε από εδώ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο”. Από εκεί και πέρα το πήρα προσωπικά το ζήτημα. Έτρεξα όσο ποτέ, παρακάλεσα, τσακώθηκα, έκλαψα, αλλά την άδεια την πήρα.
Κανείς δεν είπε να μην υπάρξουν κυρώσεις για όσους δεν τηρούν τις διατάξεις της πολεοδομίας. Μήπως, όμως θα έπρεπε να μαζέψουμε κι εμείς υπογραφές και να κινηθούμε νομικά με εξώδικα και αγωγές για διαφυγόντα κέρδη? Είμαι σίγουρη ότι οι υπογραφές θα είναι πολύ περισσότερες από αυτές των περιοίκων. Θα είναι των παιδιών που δουλεύουν στη γειτονιά μας και σπουδάζουν ταυτόχρονα, προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα, γιατί κανένα κράτος δεν έχει μεριμνήσει γι’ αυτά. Θα είναι των παιδιών που διασκεδάζουν στη γειτονιά μας, γιατί κρατούν ακόμα λίγο ζωντανή την ανεμελιά της ηλικίας τους, πριν αρχίσουν να ενσωματώνονται στην εργαζόμενη γενιά των 700 ευρώ, αφού κανείς δε φρόντισε να την περιφρουρήσει.
Κι αντί λοιπόν, όλοι να ευχαριστηθούν που μέσα σε αυτά τα 25 μαγαζιά εργάζονται περίπου 400 άνθρωποι, η γειτονιά σφύζει από ζωή, τα κτίρια μεταμορφώνονται από παράγκες σε ζωντανούς οργανισμούς, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να μας αφανίσουν.
Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί τόσο μένος. Είμαι 34 χρονών κι έχω δύο παιδιά 9 και 14. Δε θα πρέπει να τους εξασφαλίσω, κοπιάζοντας πάντα, ένα μέλλον που δεν αφορά αποκλειστικά και μόνον στα 700 ευρώ? Θα πρέπει λοιπόν, επειδή κάποιοι έτσι θέλουν, και αβάσιμα επιμένουν, να τα εξαναγκάσω σε ένα μίζερο παρόν και σε ένα ζοφερό μέλλον? Όπως όλοι οι γονείς, έτσι κι εγώ το μόνο που θέλω είναι να χαμογελούν και να παραμείνουν ξένοιαστα.
Όμως πρέπει να με αφήσουν να το κάνω..